- εξαργύρωση
- [-ις (-εως)] η обращение в деньги, обмен на деньги (векселей, чеков и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξαργύρωση — η [εξαργυρώνω] μετατροπή ακινήτων ή τίτλων σε χρήμα, εκποίηση, ρευστοποίηση («εξαργύρωση επιταγής, ομολογίας, λαχείου» κ.λπ.) … Dictionary of Greek
εξαργύρωση — η η μετατροπή ακινήτων ή τίτλων σε χρήματα, η ρευστοποίησή τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρτονόμισμα — Oνομάζεται το εκδιδόμενο είτε απευθείας από το κράτος, είτε σε τραπεζογραμμάτια που εκδίδονται από την εκδοτική τράπεζα στα οποία ο νόμος προσδίδει την ιδιότητα του νόμιμου νομίσματος, επιβάλλοντας την παραδοχή τους σε νόμιμη εξόφληση υποχρεώσεων … Dictionary of Greek
εξαργυρώσιμος — η, ο [εξαργύρωση] αυτός που μπορεί να ανταλλαχθεί με χρήματα, που μπορεί να εκποιηθεί και να μεταβληθεί σε ρευστό χρήμα, ο δεκτικός εξαργυρώσεως … Dictionary of Greek
λικιντάρισμα — το [λικιντάρω] (διαλ.) ρευστοποίηση κινητών αξιών ή ακίνητης περιουσίας, εξαργύρωση … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek